χερουκλώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαχερουκλώνω
- (προφορικό, ιδιωματικό) αρπάζω με το χέρι, γραπώνω
Συγγενικά
επεξεργασία- χερούκλωμα
- χερουκλωμένος
- → δείτε τις λέξεις χερούκλα και χέρι
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | χερουκλώνω | χερούκλωνα | θα χερουκλώνω | να χερουκλώνω | χερουκλώνοντας | |
β' ενικ. | χερουκλώνεις | χερούκλωνες | θα χερουκλώνεις | να χερουκλώνεις | χερούκλωνε | |
γ' ενικ. | χερουκλώνει | χερούκλωνε | θα χερουκλώνει | να χερουκλώνει | ||
α' πληθ. | χερουκλώνουμε | χερουκλώναμε | θα χερουκλώνουμε | να χερουκλώνουμε | ||
β' πληθ. | χερουκλώνετε | χερουκλώνατε | θα χερουκλώνετε | να χερουκλώνετε | χερουκλώνετε | |
γ' πληθ. | χερουκλώνουν(ε) | χερούκλωναν χερουκλώναν(ε) |
θα χερουκλώνουν(ε) | να χερουκλώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | χερούκλωσα | θα χερουκλώσω | να χερουκλώσω | χερουκλώσει | ||
β' ενικ. | χερούκλωσες | θα χερουκλώσεις | να χερουκλώσεις | χερούκλωσε | ||
γ' ενικ. | χερούκλωσε | θα χερουκλώσει | να χερουκλώσει | |||
α' πληθ. | χερουκλώσαμε | θα χερουκλώσουμε | να χερουκλώσουμε | |||
β' πληθ. | χερουκλώσατε | θα χερουκλώσετε | να χερουκλώσετε | χερουκλώστε | ||
γ' πληθ. | χερούκλωσαν χερουκλώσαν(ε) |
θα χερουκλώσουν(ε) | να χερουκλώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω χερουκλώσει | είχα χερουκλώσει | θα έχω χερουκλώσει | να έχω χερουκλώσει | ||
β' ενικ. | έχεις χερουκλώσει | είχες χερουκλώσει | θα έχεις χερουκλώσει | να έχεις χερουκλώσει | ||
γ' ενικ. | έχει χερουκλώσει | είχε χερουκλώσει | θα έχει χερουκλώσει | να έχει χερουκλώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε χερουκλώσει | είχαμε χερουκλώσει | θα έχουμε χερουκλώσει | να έχουμε χερουκλώσει | ||
β' πληθ. | έχετε χερουκλώσει | είχατε χερουκλώσει | θα έχετε χερουκλώσει | να έχετε χερουκλώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν χερουκλώσει | είχαν χερουκλώσει | θα έχουν χερουκλώσει | να έχουν χερουκλώσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία χερουκλώνω
|