Ετυμολογία

επεξεργασία
χειροπρίονο < {χειρο- + πριόν(ι) + -ο

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

χειροπρίονο ουδέτερο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία