Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

χαϊδολόγησε

  1. γ' ενικό οριστικής αορίστου του ρήματος χαϊδολογώ
  2. β' ενικό προστακτικής αορίστου του ρήματος χαϊδολογώ