Ετυμολογία

επεξεργασία
χαρχαλεύω < (ηχομιμητική λέξη)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /xaɾ.xaˈle.vo/

χαρχαλεύω (λαϊκότροπο)

  1. ανακατεύω, ψάχνω, ψαχουλεύω
  2. γαργαλάω

-Πίσω από τα χαρτιά πηγαινοέρχονταν αμέτρητες κατσαρίδες, τόσο που ακουγόταν ένα αδιάκοπο χαρχάλεμα.

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία