Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
χαρτζιλίκωσε
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
χαρτζιλίκωσε
γ' ενικό
οριστικής
αορίστου του ρήματος
χαρτζιλικώνω
β' ενικό
προστακτικής
αορίστου του ρήματος
χαρτζιλικώνω