Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

χαντοκάδικο < χαντόκ(ι) + -άδικο

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /xa.doˈka.ði.koɔ/

Ουσιαστικό επεξεργασία

χαντοκάδικο ουδέτερο