Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
χαντάκωσε
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
χαντάκωσε
γ' ενικό
οριστικής
αορίστου του ρήματος
χαντακώνω
β' ενικό
προστακτικής
αορίστου του ρήματος
χαντακώνω