χαμογελάμε
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /xa.mo.ʝeˈla.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χα‐μο‐γε‐λά‐με
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
χαμογελάμε
- α΄ πρόσωπο πληθυντικού οριστικής ενεστώτα του ρήματος χαμογελάω / χαμογελώ
χαμογελάμε