Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
χαζολόγησε
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
χαζολόγησε
γ' ενικό
οριστικής
αορίστου του ρήματος
χαζολογώ
β' ενικό
προστακτικής
αορίστου του ρήματος
χαζολογώ