Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
χήρεψε
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
χήρεψε
γ' ενικό
οριστικής
αορίστου του ρήματος
χηρεύω
β' ενικό
προστακτικής
αορίστου του ρήματος
χηρεύω