Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

χάσκι < λείπει η ετυμολογία
 
Ένα χάσκι κάθεται στο χιόνι.

  Ουσιαστικό επεξεργασία

χάσκι ουδέτερο άκλιτο

  • ράτσα σκύλου που κατάγεται από τη Σιβηρία και αντέχει σε ιδιαίτερα ψυχρά κλίματα

Ομώνυμα / Ομόηχα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία