Ετυμολογία

επεξεργασία
χάριεν < χάρις

  Επίρρημα

επεξεργασία

χάριεν (& χαριέντως)

  1. με χάρη, κομψά, ευγενικά
  2. ευνοϊκά, με καλό σκοπό