Ετυμολογία

επεξεργασία

χάλις < πιθανόν συγγενές του χαλάω και του μακεδονικού κάλιθος και του θρακικού ζίλαι

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

χάλις αρσενικό γενική: χάλιος