Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
χάιδεψε
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
χάιδεψε
γ' ενικό
οριστικής
αορίστου του ρήματος
χαϊδεύω
β' ενικό
προστακτικής
αορίστου του ρήματος
χαϊδεύω