Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

φώναξε

  1. γ' ενικό οριστικής αορίστου του ρήματος φωνάζω
  2. β' ενικό προστακτικής αορίστου του ρήματος φωνάζω