Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
φύτεψε
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
φύτεψε
γ' ενικό
οριστικής
αορίστου του ρήματος
φυτεύω
β' ενικό
προστακτικής
αορίστου του ρήματος
φυτεύω