Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

φύξιμος < φύξις < φεύγω

  Επίθετο επεξεργασία

φύξιμος, ος, ον

  1. αυτός στον οποίο μπορεί κανείς να καταφύγει
    φύξιμος λιμήν
  2. αυτός που μπορεί κάποιος να τον αποφύγει, ή να φύγει από αυτόν
    φύξιμος νοῦσος (που μπορεί να θεραπευθεί ή που μπορεί να αποτραπεί)
    ἀθανάτων φύξιμος οὐδείς (κανείς δεν μπορεί να ξεφύγει από το Θεό)
  3. αηδιαστικός, που θέλει καποιος να τον διώξει μακριά ή να φύγει εκείνος γρήγορα από κοντά του (π.χ. από άσχημη μυρωδιά)
  4. ο ικανός να ξεφύγει, αυτός που βοηθάει να ξεφύγεις
    ὅθι μοι φάτο φύξιμον εἶναι (εκεί που μου είπε ότι μπορώ να ξεφύγω, να αποδράσω)
  5. το ουδέτερο και ως ουσιαστικό, το φύξιμον (και το φύξιον): το καταφύγιο, το άσυλο