φύξιμος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαφύξιμος, ος, ον
- αυτός στον οποίο μπορεί κανείς να καταφύγει
- φύξιμος λιμήν
- αυτός που μπορεί κάποιος να τον αποφύγει, ή να φύγει από αυτόν
- φύξιμος νοῦσος (που μπορεί να θεραπευθεί ή που μπορεί να αποτραπεί)
- ἀθανάτων φύξιμος οὐδείς (κανείς δεν μπορεί να ξεφύγει από το Θεό)
- αηδιαστικός, που θέλει καποιος να τον διώξει μακριά ή να φύγει εκείνος γρήγορα από κοντά του (π.χ. από άσχημη μυρωδιά)
- ο ικανός να ξεφύγει, αυτός που βοηθάει να ξεφύγεις
- ὅθι μοι φάτο φύξιμον εἶναι (εκεί που μου είπε ότι μπορώ να ξεφύγω, να αποδράσω)
- το ουδέτερο και ως ουσιαστικό, το φύξιμον (και το φύξιον): το καταφύγιο, το άσυλο