Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

→ λείπει η κλίση

 
Κελυφωτά φυστίκια

  Ετυμολογία επεξεργασία

φυστίκι Αιγίνης < → δείτε τις λέξεις φυστίκι και Αιγίνης

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

φυστίκι Αιγίνης ουδέτερο

  1. το κελυφωτό φιστίκι με προέλευση το νησί της Αίγινας (Προστατευόμενη Ονομασία Προέλευσης)
  2. γενικά τα κελυφωτά φιστίκια
    ※  Ο Φάτχι ακούραστος ανεβοκατέβαινε, έπαιρνε τα άδεια πιάτα και έφερνε γεμάτα, ώσπου έφερε ένα μπολ με φιστίκια Αιγίνης - δεν ήταν από την Αίγινα, από τη Βηρυτό ήταν, αλλά εξίσου καλά με τα αιγινήτικα (Αλεξάνδρα Παπαδημητρίου, Αλεξάνδρεια - Αθήνα, εκδ. Καστανιώτη, 2011 [2])

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. ΦΕΚ Β 18 14/1/1994 [1]