Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

φυγοδικέω < φεύγω και δίκη

  Ρήμα επεξεργασία

φυγοδικέω-φυγοδικῶ

  • φυγοδικώ, αποφεύγω δίκη, δεν προσέρχομαι στο δικαστήριο