Ετυμολογία

επεξεργασία
φυγοδικέω < φεύγω και δίκη

φυγοδικέω-φυγοδικῶ

  • φυγοδικώ, αποφεύγω δίκη, δεν προσέρχομαι στο δικαστήριο