φυγοδικώ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- φυγοδικώ < αρχαία ελληνική φυγοδικέω
Ρήμα επεξεργασία
φυγοδικώ
- αποφεύγω να παραστώ σε δίκη για αδίκημα για το οποίο κατηγορούμαι, διαπράττω το αδίκημα της φυγοδικίας, είμαι φυγόδικος
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη φυγόδικος
Μεταφράσεις επεξεργασία
φυγοδικώ
|