Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

φτωχοποίησε

  1. γ' ενικό οριστικής αορίστου του ρήματος φτωχοποιώ
  2. β' ενικό προστακτικής αορίστου του ρήματος φτωχοποιώ