φτυαρίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- φτυαρίζω < φτυάρι
Ρήμα
επεξεργασίαφτυαρίζω
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | φτυαρίζω | φτυάριζα | θα φτυαρίζω | να φτυαρίζω | φτυαρίζοντας | |
β' ενικ. | φτυαρίζεις | φτυάριζες | θα φτυαρίζεις | να φτυαρίζεις | φτυάριζε | |
γ' ενικ. | φτυαρίζει | φτυάριζε | θα φτυαρίζει | να φτυαρίζει | ||
α' πληθ. | φτυαρίζουμε | φτυαρίζαμε | θα φτυαρίζουμε | να φτυαρίζουμε | ||
β' πληθ. | φτυαρίζετε | φτυαρίζατε | θα φτυαρίζετε | να φτυαρίζετε | φτυαρίζετε | |
γ' πληθ. | φτυαρίζουν(ε) | φτυάριζαν φτυαρίζαν(ε) |
θα φτυαρίζουν(ε) | να φτυαρίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | φτυάρισα | θα φτυαρίσω | να φτυαρίσω | φτυαρίσει | ||
β' ενικ. | φτυάρισες | θα φτυαρίσεις | να φτυαρίσεις | φτυάρισε | ||
γ' ενικ. | φτυάρισε | θα φτυαρίσει | να φτυαρίσει | |||
α' πληθ. | φτυαρίσαμε | θα φτυαρίσουμε | να φτυαρίσουμε | |||
β' πληθ. | φτυαρίσατε | θα φτυαρίσετε | να φτυαρίσετε | φτυαρίστε | ||
γ' πληθ. | φτυάρισαν φτυαρίσαν(ε) |
θα φτυαρίσουν(ε) | να φτυαρίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω φτυαρίσει | είχα φτυαρίσει | θα έχω φτυαρίσει | να έχω φτυαρίσει | ||
β' ενικ. | έχεις φτυαρίσει | είχες φτυαρίσει | θα έχεις φτυαρίσει | να έχεις φτυαρίσει | ||
γ' ενικ. | έχει φτυαρίσει | είχε φτυαρίσει | θα έχει φτυαρίσει | να έχει φτυαρίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε φτυαρίσει | είχαμε φτυαρίσει | θα έχουμε φτυαρίσει | να έχουμε φτυαρίσει | ||
β' πληθ. | έχετε φτυαρίσει | είχατε φτυαρίσει | θα έχετε φτυαρίσει | να έχετε φτυαρίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν φτυαρίσει | είχαν φτυαρίσει | θα έχουν φτυαρίσει | να έχουν φτυαρίσει |
|