Ουσιαστικό

επεξεργασία

shovel (en)

  1. (εργαλείο) φτυάρι για τη μεταφορά χώματος, λάσπης κλπ
  2. (ΗΠΑ) φτυάρι για σκάψιμο στον κήπο
     συνώνυμα: spade