φτείρα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- φτείρα < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική φθείρ (θηλυκό στην ελληνιστική κοινή), από την αιτιατική «τὴν φθεῖρα». Συγκρίνετε με τον τύπο ψείρα της κοινής νεοελληνικής.
Ουσιαστικό
επεξεργασίαφτείρα θηλυκό (κυπριακά)
Πηγές
επεξεργασία- Ξυδόπουλος, Γεώργιος (2017). Στοιχεία νεοελληνικών διαλέκτων. Αθήνα: Πατάκης, σελ. 12.