φρυαγματίας
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- φρυαγματίας < φρύαγμα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαφρυαγματίας (& φρυαγματίης)
- περήφανο άλογο
- (μεταφορικά) αλαζόνας άνθρωπος
- ἐχρῆτο δὲ τῷ καλουμένῳ μὲν Ἀσιανῷ ζήλῳ τῶν λόγων, ἀνθοῦντι μάλιστα κατ᾽ ἐκεῖνον τὸν χρόνον, ἔχοντι δὲ πολλὴν ὁμοιότητα πρὸς τὸν βίον αὐτοῦ, κομπώδη καὶ φρυαγματίαν ὄντα καὶ κενοῦ γαυριάματος καὶ φιλοτιμίας ἀνωμάλου μεστόν. (Πλούταρχος, Ἀντώνιος, 2, 5)