Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
φρονημάτισε
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
φρονημάτισε
γ' ενικό
οριστικής
αορίστου του ρήματος
φρονηματίζω
β' ενικό
προστακτικής
αορίστου του ρήματος
φρονηματίζω