Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

φρατρίαρχος < φρατρία + ἄρχω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φρατρίαρχος αρσενικό

  • ο επικεφαλής κάθε φρατρίας στις αρχαίες ελληνικές φυλές που οριζόταν κάθε χρόνο για θητεία ενός έτους -σε κάποιες φυλές οι φρατρίαρχοι ήταν δύο

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία