Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
φρένιασε
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
φρένιασε
γ' ενικό
οριστικής
αορίστου του ρήματος
φρενιάζω
β' ενικό
προστακτικής
αορίστου του ρήματος
φρενιάζω