Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
φούντωσε
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
φούντωσε
γ' ενικό
οριστικής
αορίστου του ρήματος
φουντώνω
β' ενικό
προστακτικής
αορίστου του ρήματος
φουντώνω