Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
φουσκάλιασε
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
φουσκάλιασε
γ' ενικό
οριστικής
αορίστου του ρήματος
φουσκαλιάζω
β' ενικό
προστακτικής
αορίστου του ρήματος
φουσκαλιάζω