Ετυμολογία

επεξεργασία
φουσκαλιάζω < φουσκάλ(α) + -ιάζω

φουσκαλιάζω

  • γεμίζω φουσκάλες, φλύκταινες
    ⮡  Έκατσα πολλή ώρα στον ήλιο και φουσκάλιασα

Παράγωγα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία