Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

φος νοτ < απροσάρμοστο (λόγιο δάνειο) γαλλική fausse note < fausse (λανθασμένη), note (νότα), πληθυντικός: fausses notes με ίδια προφορά

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

φος νοτ άκλιτο

  Μεταφράσεις επεξεργασία