φορύνω
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- φορύνω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
επεξεργασίαφορύνω (αποθετικό ρήμα, μόνο στον παρατατικό παθητικής φωνής)
- μολύνω, κηλιδώνω
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 22 (χ. Μνηστήρων φόνος.), στίχ. 21
- σῖτός τε κρέα τ᾽ ὀπτὰ φορύνετο.
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 22 (χ. Μνηστήρων φόνος.), στίχ. 21
Συνώνυμα
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- φορύνω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- φορύνω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.