Ας ελεγχθεί αν έχει παθητικό τύπο.


Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

φλεξάρω < αγγλική flex + -άρω (από την επίδειξη των μυώνων - flexing your muscles)

  Ρήμα επεξεργασία

φλεξάρω, αόρ.: φλεξάρισα, μτχ.π.π.: φλεξαρισμένος

  • επιδεικνύω
    ※  Δεν μας ενδιαφέρει η οικοσκευή σου (a.k.a προίκα), γι' αυτό μην ' φλεξάρεις ' το μίξερ ή/και την παγωτομηχανή σου προσπαθώντας να φτιάξεις παγωτό. Δεν είναι τόσο περίπλοκο. ([1])
    ※  Είναι ανεκτό να φλεξάρεις τα πρησμένα σου μπράτσα. Πως όμως θα τα αναδείξεις με το λεκιασμένο μπλουζάκι που πλένεις το αυτοκίνητο; ([2])

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία