φλεξάρω
Ας ελεγχθεί αν έχει παθητικό τύπο. |
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαφλεξάρω, αόρ.: φλεξάρισα, μτχ.π.π.: φλεξαρισμένος
- επιδεικνύω
- ※ Δεν μας ενδιαφέρει η οικοσκευή σου (a.k.a προίκα), γι' αυτό μην ' φλεξάρεις ' το μίξερ ή/και την παγωτομηχανή σου προσπαθώντας να φτιάξεις παγωτό. Δεν είναι τόσο περίπλοκο. ([1])
- ※ Είναι ανεκτό να φλεξάρεις τα πρησμένα σου μπράτσα. Πως όμως θα τα αναδείξεις με το λεκιασμένο μπλουζάκι που πλένεις το αυτοκίνητο; ([2])
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | φλεξάρω | φλέξαρα | θα φλεξάρω | να φλεξάρω | φλεξάροντας | |
β' ενικ. | φλεξάρεις | φλέξαρες | θα φλεξάρεις | να φλεξάρεις | φλέξαρε | |
γ' ενικ. | φλεξάρει | φλέξαρε | θα φλεξάρει | να φλεξάρει | ||
α' πληθ. | φλεξάρουμε | φλεξάραμε | θα φλεξάρουμε | να φλεξάρουμε | ||
β' πληθ. | φλεξάρετε | φλεξάρατε | θα φλεξάρετε | να φλεξάρετε | φλεξάρετε | |
γ' πληθ. | φλεξάρουν(ε) | φλέξαραν φλεξάραν(ε) |
θα φλεξάρουν(ε) | να φλεξάρουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | φλεξάρισα | θα φλεξάρω | να φλεξάρω | φλεξάρει | ||
β' ενικ. | φλεξάρισες | θα φλεξάρεις | να φλεξάρεις | φλεξάρισε | ||
γ' ενικ. | φλεξάρισε | θα φλεξάρει | να φλεξάρει | |||
α' πληθ. | φλεξάραμε | θα φλεξάρουμε | να φλεξάρουμε | |||
β' πληθ. | φλεξάρατε | θα φλεξάρετε | να φλεξάρετε | φλεξάρτε | ||
γ' πληθ. | φλεξάρισαν φλεξάραν(ε) |
θα φλεξάρουν(ε) | να φλεξάρουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω φλεξάρει | είχα φλεξάρει | θα έχω φλεξάρει | να έχω φλεξάρει | ||
β' ενικ. | έχεις φλεξάρει | είχες φλεξάρει | θα έχεις φλεξάρει | να έχεις φλεξάρει | ||
γ' ενικ. | έχει φλεξάρει | είχε φλεξάρει | θα έχει φλεξάρει | να έχει φλεξάρει | ||
α' πληθ. | έχουμε φλεξάρει | είχαμε φλεξάρει | θα έχουμε φλεξάρει | να έχουμε φλεξάρει | ||
β' πληθ. | έχετε φλεξάρει | είχατε φλεξάρει | θα έχετε φλεξάρει | να έχετε φλεξάρει | ||
γ' πληθ. | έχουν φλεξάρει | είχαν φλεξάρει | θα έχουν φλεξάρει | να έχουν φλεξάρει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία φλεξάρω
|