φιτιλήθρα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- φιτιλήθρα < μεσαιωνική ελληνική φιτίλ(ιν) + -ήθρα
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /fi.tiˈʎi.θɾa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φι‐τι‐λή‐θρα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαφιτιλήθρα θηλυκό
- (ιδιωματικό) το φιτίλι της λάμπας (πετρελαίου)
Μεταφράσεις
επεξεργασία φιτιλήθρα
|
Πηγές
επεξεργασία- Αγγελική Ράλλη (2017), Λεξικό διαλεκτικής ποικιλίας Κυδωνιών, Μοσχονησίων & Βορειοανατολικής Λέσβου. Παλλήνη: Ελληνικό Ίδρυμα Ιστορικών Μελετών [ΙΔΙΣΜΕ]. ISBN 978-960-9789-06-6, σελ. 313.