Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

  1. φιλόνι < λείπει η ετυμολογία
  2. φιλόνι < φελόνι ή φαιλόνιο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φιλόνι ουδέτερο

  1. φλέβα κοιτάσματος ενός μετάλλου
    Είμαι, να ξέρεις, καλός μιναδόρος· καταλαβαίνω από μέταλλα, βρίσκω φιλόνια, ανοίγω γαλαρίες, κατεβαίνω στα πηγάδια, δε φοβούμαι. (Ν. Καζαντζάκης, Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φιλόνι ουδέτερο

  1. το φελόνι ή φαιλόνιο (αμάνικο άμφιο)
    ποιος παπάς μωρέ Θύμιο μου ... δε λειτουργεί ... γιε μ’ χωρίς μην έχει φιλόνι (Δημοτικό τραγούδι από την Κοζάνη)

  Μεταφράσεις επεξεργασία