φιλοπράγμων
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- φιλοπράγμων < αρχαία ελληνική φιλοπράγμων
Επίθετο
επεξεργασίαφιλοπράγμων, ων, ον-ονος και φιλοπράγμονας
- ο δραστήριος, που δεν έχει ησυχία, που θέλει διαρκώς να κάνει κάτι (συνήθως αλλά όχι και πάντα, χρήσιμο)
- που του αρέσει να ασχολείται με πολλά, ο πολυπράγμων, όχι απαραιτήτως ταυτόχρονα, ο πολυάσχολος (επειδή όμως αυτό του αρέσει και όχι επειδή επιβάλλεται από αντικειμενικές συνθήκες)
Μεταφράσεις
επεξεργασία φιλοπράγμων
|