Ετυμολογία

επεξεργασία
φιλικῶς < φιλικ(ός) + -ῶς

  Επίρρημα

επεξεργασία

φιλικῶς, συγκριτικός: φιλικώτερον, υπερθετικός:  φιλικώτατα