Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

φιλικῶς < φιλικ(ός) + -ῶς

  Επίρρημα επεξεργασία

φιλικῶς, συγκριτικός: φιλικώτερον, υπερθετικός:  φιλικώτατα

  Πηγές επεξεργασία