Δείτε επίσης: φευ

  Ετυμολογία

επεξεργασία
φεῦ < ηχομιμητικό (από την ισχυρή εκπνοή του φυ)

  Επιφώνημα

επεξεργασία

φεῦ

  1. σχετλιαστικό επιφώνημα, αλίμονο
    Φεῦ <σου>, ὦ Ἑλλάς, ὁπότε οἱ νῦν τεθνηκότες ἱκανοὶ ἦσαν ζῶντες νικᾶν μαχόμενοι πάντας τοὺς βαρβάρους. (Ξενοφ. Αγησίλαος 7.5)

Σημειώσεις

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία