Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
φελώντας
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Μετοχή
επεξεργασία
φελώντας
άκλιτο
μετοχή
ενεργητικού
ενεστώτα
του ρήματος
φελάω
/
φελώ
,
άλλη μορφή
του
ωφελώντας