Ετυμολογία

επεξεργασία
φειδωλὴ γλῶσσα < → δείτε τις λέξεις φειδωλή και γλῶσσα

  Έκφραση

επεξεργασία

φειδωλὴ γλῶσσα

  • φειδωλή (φτωχή) γλώσσα
    ※  7ος πκε αιώνας Ἡσίοδος, Ἔργα καὶ Ἡμέραι, 720 (719-720)
    γλώσσης τοι θησαυρὸς ἐν ἀνθρώποισιν ἄριστος | φειδωλῆς, πλείστη δὲ χάρις κατὰ μέτρον ἰούσης·
    Άριστος θησαυρός μες στους ανθρώπους η φειδωλή η γλώσσα, | που σαν προχωράει με μέτρο είναι πολύ μεγάλη η χάρη της.
    Μετάφραση (2001): Σταύρος Γκιργκένης, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr