Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

φασολιών θηλυκό ή ουδέτερο

  1. γενική πληθυντικού του φασολιά
  2. γενική πληθυντικού του φασόλι