Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

φαλλίρω < fallire

  Ρήμα επεξεργασία

φαλλίρω

  • {παλαιότερη απόδοση της ιταλικής αντίστοιχης λέξης για το χρεοκοπώ και πτωχεύω στα ελληνικά. Και έτσι λεγόταν και γραφόταν το νεοελληνικό φαλιρίζω τον περασμένο αιώνα (με αόριστο ἐφαλλίρησα)
→ δείτε τη λέξη φαλιρίζω