φαεινότης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- φαεινότης < φαεινός
Ουσιαστικό
επεξεργασίαφαεινότης θηλυκό (γενική φαινότητος, δόκιμος ο ενικός)
- λόγια λέξη για τη φωτεινότητα, τη λαμπρότητα
Μεταφράσεις
επεξεργασία φαεινότης
|
φαεινότης θηλυκό (γενική φαινότητος, δόκιμος ο ενικός)
|