Ετυμολογία

επεξεργασία
φαεινότης < φαεινός

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

φαεινότης θηλυκό (γενική φαινότητος, δόκιμος ο ενικός)

  Μεταφράσεις

επεξεργασία