φαγωθεί
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαφαγωθεί
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος τρώγομαι
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος τρώγομαι
- θα φαγωθεί: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος τρώγομαι
Ρηματικός τύπος
επεξεργασίαφαγωθεί
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος φαγώνομαι
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος φαγώνομαι
- θα φαγωθεί: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος φαγώνομαι