υποτιμώντας
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Μετοχή επεξεργασία
υποτιμώντας άκλιτο
- μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος υποτιμάω / υποτιμώ
- ↪ Πήγε στον πόλεμο ως εθελοντής υποτιμώντας τους κινδύνους.
- ↪ Έλυσαν το πρόβλημα υποτιμώντας τη δραχμή.
υποτιμώντας άκλιτο