Αυτό το λήμμα χρειάζεται επιμέλεια,
ώστε να ανταποκρίνεται σε υψηλότερες προδιαγραφές συντακτικής ποιότητας ή μορφοποίησης.

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

υπομιμνήσκω < ὑπομιμνήσκω < ὑπό + μιμνήσκω

  Ρήμα επεξεργασία

υπομιμνήσκω

  1. (λόγιο) επαναφέρω στη μνήμη, υπενθυμίζω
  2. (το αρσ. μτχ. ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) ο υπομιμνήσκων και υπομνήμων: αξίωμα κληρικού, πρεσβυτέρου και διακόνου, καθώς και λαϊκού, του οποίου ο κάτοχος είχε καθήκον να δέχεται τα αιτήματα και τις παρακλήσεις των πιστών αλλά και τις επιστολές που αυτοί απηύθυναν προς τον επίσκοπο, και να θέτει υπ' όψιν του τις διάφορες δικαστικής φύσεως υποθέσεις για τις οποίες έπρεπε να αποφανθεί το επισκοπικό δικαστήριο

  Μεταφράσεις επεξεργασία