ὑπομιμνήσκω
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία
Ρήμα επεξεργασία
ὑπομιμνήσκω
- ζητώ, ρωτώ να μάθω
- (το αρσ. μτχ. ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) ο ὑπομιμνήσκων και ὑπομνήμων˙ (δείτε νεοελληνικό υπομιμνήσκω)
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ὑπομιμνήσκω < ὑπό + μιμνήσκω
Ρήμα επεξεργασία
ὑπομιμνήσκω
- προτείνω κάτι σε κάποιον
- (σχετικά με νόσο) προκαλώ, προξενώ
- ὑπομιμνήσκω τὴν ἒκρισιν
- (ενεργ. και παθ.) κάνω μνεία ενός πράγματος, αναφέρομαι σε κάτι
- (μεσ. και παθ.) ὑπομιμνήσκομαι˙ ανακαλώ στη μνήμη μου, θυμάμαι
- (φρ.) «ὡς ὑπέρμνησται»˙ όπως έχει αναφερθεί παραπάνω
Συνώνυμα επεξεργασία
επεξεργασία
- ὑπομιμνήσκω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ὑπομιμνήσκω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.