Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία

  Ρήμα επεξεργασία

ὑπομιμνήσκω

  1. ζητώ, ρωτώ να μάθω
  2. (το αρσ. μτχ. ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) ο ὑπομιμνήσκων και ὑπομνήμων˙ (δείτε νεοελληνικό υπομιμνήσκω)

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ὑπομιμνήσκω < ὑπό + μιμνήσκω

  Ρήμα επεξεργασία

ὑπομιμνήσκω

  1. προτείνω κάτι σε κάποιον
  2. (σχετικά με νόσο) προκαλώ, προξενώ
    ὑπομιμνήσκω τὴν ἒκρισιν
  3. (ενεργ. και παθ.) κάνω μνεία ενός πράγματος, αναφέρομαι σε κάτι
  4. (μεσ. και παθ.) ὑπομιμνήσκομαι˙ ανακαλώ στη μνήμη μου, θυμάμαι
  5. (φρ.) «ὡς ὑπέρμνησται»˙ όπως έχει αναφερθεί παραπάνω

Συνώνυμα επεξεργασία

ὑπομνήσκω

  Αναφορές επεξεργασία