Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

υπερακοντίζω < λείπει η ετυμολογία

  Ρήμα επεξεργασία

υπερακοντίζω

  1. υπερβαίνω, ξεπερνώ, υπερτερώ
    η ανεργία υπερακοντίστηκε

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία