Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

υπεκφύγετε

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος υπεκφεύγω
  2. θα υπεκφύγετε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος υπεκφεύγω
  3. β' πληθυντικό προστακτικής αορίστου του ρήματος υπεκφεύγω